- πολυαής
- πολυ-αής, ές, viel od. stark wehend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυαής — ές, Α αυτός που πνέει πολύ ή δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱής (< ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»), πρβλ. βαρυ αής, δυσ αής. Το μακρό ᾱ τού β συνθετικού πιθ. με έκταση λόγω συνθέσεως ή για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek